μπρού(ν)τζινος

μπρού(ν)τζινος
-η, -ο [μπρούντζος]
1. κατασκευασμένος από μπρούντζο, ορειχάλκινος
2. αυτός που έχει το χρώμα τού μπρούντζου, τού ορειχάλκου
3. μτφ. (για πρόσ.) α) επίμονος, σκληροτράχηλος, ξεροκέφαλος
β) νωθρός στη σκέψη, ανόητος, βλάκας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”